ἐγκαταλείπω

ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείπω impf. ἐγκατέλειπον; fut. ἐγκαταλείψω; 1 aor. 3 pl. ἐγκατέλειψαν (TestJob 43:10); 2 aor. ἐγκατέλιπον, subj. ἐγκαταλίπω; perf. ἐγκαταλέλοιπα LXX. Pass.: 1 fut. ἐγκαταλειφθήσομαι; 1 aor. ἐγκατελείφθην; perf. 3 sg. ἐγκαταλέλειπται Ps 9:35, ptc. ἐγκαταλελειμμένος LXX, inf. ἐγκαταλελεῖφθαι (s. prec. entry; Hes., Hdt.+)
to cause someth. to remain or to exist after a point in time, leave of posterity Ro 9:29 (Is 1:9.—Cp. Lucian, Dial. Deor. 25, 1 εἰ μὴ ἐγὼ … , οὐδὲ λείψανον ἀνθρώπων ἐπέμεινεν ἄν).
to separate connection with someone or someth., forsake, abandon, desert (Socrat., Ep. 14, 10 [Malherbe p. 258] of soul and body; SIG 364, 88; 97; 495, 135 [III B.C.]; UPZ 71, 8 [152 B.C.]; POxy 281, 21; PTebt 27, 16; LXX; TestJos 2:4) τινά someone (X., Cyr. 8, 8, 4; Polyb. 3, 40, 7; Diod S 11, 68, 3; 18, 7, 6; Appian, Mithrid. 105 §493 desert one who is in danger; Jos, Vi. 205) 2 Ti 4:10, 16. Of feeling or being forsaken by God (TestJos 2:4) Mt 27:46; Mk 15:34 (both Ps 21:2; cp. Billerb. II 574–80; Dalman, Jesus [tr. 204–7]; WHasenzahl, D. Gottverlassenh. des Christus … u. d. christolog. Verständnis des griech. Psalters ’37; FDanker, ZNW 61, ’70, 48–69 [lit.]); 2 Cor 4:9; Hb 13:5 (Josh 1:5; Dt 31:6, 8; 1 Ch 28:20); B 4:14; Hm 9:2 (as Dt 31:6, 8); Hs 2:9; 1 Cl 11:1; abandon the fountain of life B 11:2 (Jer 2:13); God’s commandments D 4:13; B 19:2; ἐ. τὴν ἀγάπην forsake love 1 Cl 33:1 (Dio Chrys. 57 [74], 8 τ. φιλίαν; Jos., Ant. 2, 40 τ. ἀρετήν).—Cease assembling Hb 10:25 (do or carry on someth. in a negligent manner, be remiss is also prob.: Diod S 15, 9, 1 τὴν πολιορκίαν; Mitt-Wilck. I/2, 72, 8ff μηδένα δὲ τῶν ἱερέων ἢ ἱερωμένων ἐνκαταλελοιπέναι τὰς θρησκείας).—Leave (Menand., Epitr. 550 τούτοις μή μʼ ἐγκαταλίπῃς), allow to remain (cp. Demosth. 57, 58) τὴν ψυχὴν εἰς ᾅδην the soul in Hades Ac 2:27 (Ps 15:10), 31 (for ἐ. τινὰ εἰς cp. PsSol 2:7).—DELG s.v. λείπω. M-M. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐγκαταλείπω — leave behind pres subj act 1st sg ἐγκαταλείπω leave behind pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκαταλείπω — εγκαταλείπω, εγκατέλειψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εγκαταλείπω — (AM ἐγκαταλείπω) 1. αφήνω κάποιον ή κάτι εντελώς, παρατώ 2. αφήνω κάποιον αβοήθητο ή απροστάτευτο σε δύσκολη στιγμή («Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; ΚΔ) 3. αφήνω παρά το καθήκον, άστοργα (α. «ἐγκατέλειψε τα παιδιά του, το χωράφι του») 4 …   Dictionary of Greek

  • εγκαταλείπω — εγκατέλειψα και εγκατάλειψα, εγκαταλείφτηκα, εγκαταλειμμένος, μτβ. 1. αφήνω κάτι ή κάποιον στην τύχη του απροστάτευτο, παρατάω, τα μουντζώνω: Εγκατέλειψε τη θέση του. 2. απομακρύνομαι από κάπου για πάντα: Εγκατέλειψε επιτέλους την Αμερική και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκαταλελειμμένα — ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγκαταλελειμμένᾱ , ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐγκαταλελειμμένᾱ , ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλείπετε — ἐγκαταλείπω leave behind pres imperat act 2nd pl ἐγκαταλείπω leave behind pres ind act 2nd pl ἐγκαταλείπω leave behind imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλείπῃ — ἐγκαταλείπω leave behind pres subj mp 2nd sg ἐγκαταλείπω leave behind pres ind mp 2nd sg ἐγκαταλείπω leave behind pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλειπομένων — ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp fem gen pl ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλειπόμενον — ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp masc acc sg ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλειπόντων — ἐγκαταλείπω leave behind pres part act masc/neut gen pl ἐγκαταλείπω leave behind pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλειφθησόμενον — ἐγκαταλείπω leave behind fut part pass masc acc sg ἐγκαταλείπω leave behind fut part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”